- πιστώνω
- πιστώνω, πίστωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πιστώνω — πιστῶ, όω, ΝΑ [πιστός] νεοελλ. 1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή τού προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον 2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία τής επιχείρησης και σε όφελος τού προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό… … Dictionary of Greek
πιστώνω — πίστωσα, πιστώθηκα, πιστωμένος 1. δίνω εμπόρευμα με πίστωση: Πίστωσέ τον με δυο δοχεία τυρί. 2. γράφω σε προσωπικό λογαριασμό το ποσό που πιστώνεται: Μην ξεχάσεις να πιστώσεις το λογαριασμό του πελάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λημματίζω — (Α) [λήμμα] 1. παρέχω πίστωση, πιστώνω 2. δέχομαι ως υπόθεση («τὰ λελημματισμένα» βάσεις συλλογισμού, προτάσεις, προϋποθέσεις, Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek
πίστωση — η / πίστωσις ΝΜΑ [πιστώ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού πιστώνω, η συναλλαγή μεταξύ δύο μερών στην οποία το ένα μέρος, ο πιστωτής ή δανειστής, προσφέρει χρήμα, αγαθά, υπηρεσίες ή χρεώγραφα, με αντάλλαγμα μια μελλοντική υπόσχεση πληρωμής από το άλλο… … Dictionary of Greek
πεπιστωμένως — Α επίρρ. πεπιστευμένως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπιστωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πιστώνω] … Dictionary of Greek
πιστωτήριο — το, Ν άλλη ονομασία τής πιστωτικής επιστολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστώνω + επίθ. τήριο (πρβλ. μισθω τήριο). Η λ., στον πληθ. τα πιστωτήρια (γράμματα), μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
πιστώ — όω, ΜΑ βλ. πιστώνω … Dictionary of Greek